Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νεῖκος τὰ νείκη - νείκε
      γενική τοῦ νείκους - νείκεος τῶν νεικῶν - νεικέων
      δοτική τῷ νείκει - νείκεῐ̈ τοῖς νείκεσ(ν)
    αιτιατική τὸ νεῖκος τὰ νείκη - νείκεα
     κλητική ! νεῖκος νείκη - νείκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νείκει - νείκεε
γεν-δοτ τοῖν  νεικοῖν - νεικέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεῖκος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεῖκος, -εος ουδέτερο

  1. φιλονικία, διαμάχη, έριδα
  2. (για τις σχέσεις ανάμεσα σε έθνη) διχόνοια, εχθρότητα
  3. μάχη, συμπλοκή
  4. (σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή) το νεῖκος και η φιλία ήταν οι δημιουργικές δυνάμεις του κόσμου

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία