συμπλοκή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ποινικό δίκαιο: φιλονικία μεταξύ περισσότερων των δύο προσώπων,που εκτρέπεται σε αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά του σώματος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπλοκή θηλυκό
- καυγάς και συνήθως ξυλοδαρμοί
- μικρή απρογραμμάτιστη μάχη
- σύμπλεξη