• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σύμπλεξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία el
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Αντώνυμα

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμπλεξη οι συμπλέξεις
      γενική της σύμπλεξης
& συμπλέξεως
των συμπλέξεων
    αιτιατική τη σύμπλεξη τις συμπλέξεις
     κλητική σύμπλεξη συμπλέξεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία elΕπεξεργασία

σύμπλεξη < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σύμπλεξη θηλυκό

  1. (γενικότερα) το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του συμπλέκω
  2. (ειδικότερα) (μηχανολογία) η διασύνδεση εξαρτημάτων που βρίσκονται στον ίδιο άξονα για τη μετάδοση περιστροφικής κίνησης (λ.χ. στα οχήματα) με τη χρήση του συμπλέκτη

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αποσύμπλεξη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σύμπλεξη&oldid=4864911"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:25

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:25.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie