σύμπλεξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμπλεξη | οι | συμπλέξεις |
γενική | της | σύμπλεξης* | των | συμπλέξεων |
αιτιατική | τη | σύμπλεξη | τις | συμπλέξεις |
κλητική | σύμπλεξη | συμπλέξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπλέξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
- σύμπλεξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύμπλεξη θηλυκό
- (γενικότερα) το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του συμπλέκω
- (ειδικότερα) (μηχανολογία) η διασύνδεση εξαρτημάτων που βρίσκονται στον ίδιο άξονα για τη μετάδοση περιστροφικής κίνησης (λ.χ. στα οχήματα) με τη χρήση του συμπλέκτη