σύμπλεξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία elΕπεξεργασία
- σύμπλεξη < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύμπλεξη θηλυκό
- (γενικότερα) το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του συμπλέκω
- (ειδικότερα) (μηχανολογία) η διασύνδεση εξαρτημάτων που βρίσκονται στον ίδιο άξονα για τη μετάδοση περιστροφικής κίνησης (λ.χ. στα οχήματα) με τη χρήση του συμπλέκτη