Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπλέκτης οι συμπλέκτες
      γενική του συμπλέκτη των συμπλεκτών
    αιτιατική τον συμπλέκτη τους συμπλέκτες
     κλητική συμπλέκτη συμπλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπλέκτης < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /simˈble.ktis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπλέκτης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία