συμπλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπλέκτης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /simˈble.ktis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπλέκτης αρσενικό
- (μηχανολογία) (νεολογισμός) μηχανισμός των οχημάτων για τη σύνδεση (σύμπλεξη) και αποσύνδεση (αποσύμπλεξη) των ομοαξονικών μερών του συστήματος που χρησιμεύει στη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης
Συνώνυμα επεξεργασία
- αμπραγιάζ
- ντεμπραγιάζ
- κλατς (Κυπριακή διάλεκτος)