κλατς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλατς ουδέτερο άκλιτο
- (κυπριακά) ο συμπλέκτης του αυτοκινήτου/μοτοσυκλέτας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ναυτική ορολογία (ελληνικά):
κλατς ουδέτερο άκλιτο
ναυτική ορολογία (ελληνικά):