ενικός         πληθυντικός  
débrayage débrayages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

débrayage (fr) αρσενικό

  1. η αποσύμπλεξη
  2. το ντεμπραγιάζ
  3. (οικείο) η στάση εργασίας
    → δείτε τη λέξη  grève

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία