embrayage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
embrayage < embrayer
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.bʁɛ.jaːʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
embrayage | embrayages |
embrayage (fr) αρσενικό
- το αμπραγιάζ
embrayage < embrayer
ενικός | πληθυντικός |
embrayage | embrayages |
embrayage (fr) αρσενικό