clutch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clutch | clutches |
clutch (en)
- ο συμπλέκτης (o μηχανισμός σύμπλεξης-αποσύμπλεξης και το πεντάλ, το αμπραγιάζ
- χέρι ή νύχι που έχει αδράξει γερά κάτι
- μικρή τσάντα χωρίς λουρί ή λαβή, που μοιάζει με φάκελο
- πολλά αβγά, πουλάκια ή άνθρωποι μαζί, ως σύνολο
- μια κρίσιμη κατάσταση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | clutch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clutches |
αόριστος | clutched |
παθητική μετοχή | clutched |
ενεργητική μετοχή | clutching |
clutch (en)
Επίθετο
επεξεργασίαclutch (en)
- (ΗΠΑ) που τείνει να λειτουργεί καλά σε δύσκολες συνθήκες, υπό πίεση
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- clutch < (άμεσο δάνειο) αγγλική clutch