Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clutch clutches

clutch (en)

  1. ο συμπλέκτης (o μηχανισμός σύμπλεξης-αποσύμπλεξης και το πεντάλ, το αμπραγιάζ
  2. χέρι ή νύχι που έχει αδράξει γερά κάτι
  3. μικρή τσάντα χωρίς λουρί ή λαβή, που μοιάζει με φάκελο
  4. πολλά αβγά, πουλάκια ή άνθρωποι μαζί, ως σύνολο
  5. μια κρίσιμη κατάσταση
ενεστώτας clutch
γ΄ ενικό ενεστώτα clutches
αόριστος clutched
παθητική μετοχή clutched
ενεργητική μετοχή clutching

clutch (en)

  Επίθετο

επεξεργασία

clutch (en)

  • (ΗΠΑ) που τείνει να λειτουργεί καλά σε δύσκολες συνθήκες, υπό πίεση



  Ετυμολογία

επεξεργασία
clutch < (άμεσο δάνειο) αγγλική clutch

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

clutch (no) και kløtsj

Συνώνυμα

επεξεργασία