clutch (en)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clutch clutches

clutch (en)

  1. ο συμπλέκτης, το αμπραγιάζ, το κλατς, ο μηχανισμός σύμπλεξης-αποσύμπλεξης και το πεντάλ
      Careless use of the clutch may damage the gears.
    Η απρόσεκτη χρήση του συμπλέκτη μπορεί να προκαλέσει ζημιά στις ταχύτητες.
      Put in the clutch.
    Βάλε αμπραγιάζ.
  2. χέρι ή νύχι που έχει αδράξει γερά κάτι
  3. μικρή τσάντα χωρίς λουρί ή λαβή, που μοιάζει με φάκελο
  4. πολλά αβγά, πουλάκια ή άνθρωποι μαζί, ως σύνολο
  5. μια κρίσιμη κατάσταση
ενεστώτας clutch
γ΄ ενικό ενεστώτα clutches
αόριστος clutched
παθητική μετοχή clutched
ενεργητική μετοχή clutching

clutch (en)