νύχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νύχι | τα | νύχια |
γενική | του | νυχιού | των | νυχιών |
αιτιατική | το | νύχι | τα | νύχια |
κλητική | νύχι | νύχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |




είνα διαφορετικές από τα νύχια.
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νύχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νύχι(ν) < αρχαία ελληνική ὀνύχιον, υποκοριστικό του ὄνυξ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈni.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νύ‐χι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νύχι ουδέτερο
- (ανατομία) σκληρό και μυτερό όργανο που βγαίνει από την άκρη του δακτύλου
- ※ Τα νύχια είναι καθρέφτης της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού. Η έννοια για καθαριότητα και περιποίηση, θα πρέπει να συνοδεύεται από εγρήγορση, άμα τη εμφανίσει αλλαγών στο χρώμα ή την υφή τους. Παθήσεις των νεφρών, της καρδιάς, του ήπατος, συχνά παρουσιάζουν συμπτώματα στην περιοχή των νυχιών. Λευκά σημάδια, με γραμμώσεις, μαυρισμένα ή πρασινωπά νύχια, ενδέχεται να κρύβουν πληροφορίες για παθολογικές καταστάσεις. (tovima.gr tovima.gr)
- αντίστοιχη επιφάνεια από κερατίνη σε πουλιά και ζώα
- οπλή (στα άλογα και παρόμοια ζώα)
- οτιδήποτε μοιάζει με νύχι
Εκφράσεις
επεξεργασία- από την κορυφή ως τα νύχια: σε όλο το σώμα
- δεν έχω νύχια να ξυστώ: βρίσκεται σε ένδεια
- με νύχια και με δόντια
- μυρίζω τα νύχια μου: προσπαθώ να μαντέψω
- περπατάω στα νύχια: προσπαθώ να μην κάνω θόρυβο
- πέφτω στα νύχια κάποιου: με εκμεταλλεύεται ή παίρνει την εκδίκησή του
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
νυχ-
νυχ-