εξονυχιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεξονυχιστικά < εξονυχιστικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεξονυχιστικά
- (λόγιο) λεπτομερώς, με μεγάλη προσοχή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξονυχιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξονυχιστικό