εξονυχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξονυχίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐξονυχίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξονυχίζω (παθητική φωνή: εξονυχίζομαι)
- (λόγιο) (σπάνιο) εξετάζω κάτι εξονυχιστικά, στις λεπτομέρειές του
Συγγενικά
επεξεργασία- εξονύχιση
- εξονυχιστικά
- εξονυχιστικός
- → δείτε τη λέξη νύχι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξονυχίζω | εξονύχιζα | θα εξονυχίζω | να εξονυχίζω | εξονυχίζοντας | |
β' ενικ. | εξονυχίζεις | εξονύχιζες | θα εξονυχίζεις | να εξονυχίζεις | εξονύχιζε | |
γ' ενικ. | εξονυχίζει | εξονύχιζε | θα εξονυχίζει | να εξονυχίζει | ||
α' πληθ. | εξονυχίζουμε | εξονυχίζαμε | θα εξονυχίζουμε | να εξονυχίζουμε | ||
β' πληθ. | εξονυχίζετε | εξονυχίζατε | θα εξονυχίζετε | να εξονυχίζετε | εξονυχίζετε | |
γ' πληθ. | εξονυχίζουν(ε) | εξονύχιζαν εξονυχίζαν(ε) |
θα εξονυχίζουν(ε) | να εξονυχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξονύχισα | θα εξονυχίσω | να εξονυχίσω | εξονυχίσει | ||
β' ενικ. | εξονύχισες | θα εξονυχίσεις | να εξονυχίσεις | εξονύχισε | ||
γ' ενικ. | εξονύχισε | θα εξονυχίσει | να εξονυχίσει | |||
α' πληθ. | εξονυχίσαμε | θα εξονυχίσουμε | να εξονυχίσουμε | |||
β' πληθ. | εξονυχίσατε | θα εξονυχίσετε | να εξονυχίσετε | εξονυχίστε | ||
γ' πληθ. | εξονύχισαν εξονυχίσαν(ε) |
θα εξονυχίσουν(ε) | να εξονυχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξονυχίσει | είχα εξονυχίσει | θα έχω εξονυχίσει | να έχω εξονυχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξονυχίσει | είχες εξονυχίσει | θα έχεις εξονυχίσει | να έχεις εξονυχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξονυχίσει | είχε εξονυχίσει | θα έχει εξονυχίσει | να έχει εξονυχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξονυχίσει | είχαμε εξονυχίσει | θα έχουμε εξονυχίσει | να έχουμε εξονυχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξονυχίσει | είχατε εξονυχίσει | θα έχετε εξονυχίσει | να έχετε εξονυχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξονυχίσει | είχαν εξονυχίσει | θα έχουν εξονυχίσει | να έχουν εξονυχίσει |
|