comble
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
comble | combles |
comble (fr) αρσενικό
- το άκρον άωτον, το αποκορύφωμα, η αποκορύφωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- les combles