• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποκορύφωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκορύφωση οι αποκορυφώσεις
      γενική της αποκορύφωσης* των αποκορυφώσεων
    αιτιατική την αποκορύφωση τις αποκορυφώσεις
     κλητική αποκορύφωση αποκορυφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκορυφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκορύφωση < μεσαιωνική ελληνική αποκορύφωσις < αποκορυφώνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκορύφωση θηλυκό

  • η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποκορυφώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αποκορύφωμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αποκορύφωση
  • αγγλικά : peak (en), climax (en), acme (en)
  • γαλλικά : comble (fr), pointe (fr), sommet (fr), paroxysme (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποκορύφωση&oldid=6913010"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Ιουλίου 2024, στις 14:17

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Ιουλίου 2024, στις 14:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας