Ετυμολογία

επεξεργασία
climax < λατινική climax < αρχαία ελληνική κλῖμαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
climax climaxes

climax (en)

  1. η κορύφωση, η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
    ⮡  The storm was at its climax.
    Η θύελλα ήταν στο αποκορύφωμά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak
  2. (αργκό) οργασμός

climax (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 104. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκορύφωμα