ενικός         πληθυντικός  
peak peaks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

peak (en)

  1. (γεωγραφία) η κορυφή, η βουνοκορφή
     συνώνυμα: mountaintop, summit, top
  2. η κορυφή, η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα, το απόγειο, η αιχμή
    ⮡  the peak of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
    ⮡  at the peak of her power - στην κορυφή της δύναμης της
    ⮡  traffic congestion at peak hours - η κυκλοφοριακή συμφόρηση στις ώρες αιχμής
     συνώνυμα: zenith, climax, culmination, pinnacle, height, summit, apex, top
ενεστώτας peak
γ΄ ενικό ενεστώτα peaks
αόριστος peaked
παθητική μετοχή peaked
ενεργητική μετοχή peaking

peak (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 104. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκορύφωμα, αποκορύφωση