Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsʌmɪt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
summit summits

summit (en)

  1. (γεωγραφία) η κορυφή βουνού, η βουνοκορφή
     συνώνυμα: peak, mountaintop
  2. (μεταφορικά) το αποκορύφωμα, το απόγειο
    ⮡  the summit of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak
  3. (κατ’ επέκταση) ο σύνοδος κορυφής, η συνάντηση κορυφής
    ⮡  Eurozone summit/international summit - σύνοδος κορυφής της ευρωζώνης
ενεστώτας summit
γ΄ ενικό ενεστώτα summits
αόριστος summited, summitted
παθητική μετοχή summited, summitted
ενεργητική μετοχή summiting, summitting

summit (en)

  • φτάνω στην κορυφή
    ⮡  We summited the mountain this morning
    Φτάσαμε την κορυφή αυτό το πρωί.