απόγειο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόγειο | τα | απόγεια |
γενική | του | απόγειου | των | απόγειων |
αιτιατική | το | απόγειο | τα | απόγεια |
κλητική | απόγειο | απόγεια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόγειο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόγειον, ουδέτερο του επιθέτου ἀπόγειος < ἀπό + -γειος (< γῆ)
- σημασία «αποκορύφωμα» < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική apogée < ελληνιστική κοινή ἀπόγειον [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐γει‐ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απόγειο ουδέτερο
- (αστρονομία) το σημείο της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου όπου η απόσταση από τη Γη είναι η μέγιστη. Αντίστοιχα για τη Σελήνη έχουμε το αποκύνθιο
- ※ Στις 20.44 το βράδυ της Κυριακής (ώρα Ελλάδας) το φεγγάρι θα βρεθεί στο λεγόμενο περίγειο, δηλαδή στην ελάχιστη απόσταση από τον μητρικό του πλανήτη, που είναι περίπου 357.000 χιλιόμετρα. Αυτό θα συμβεί μόλις 26 λεπτά πριν το φεγγάρι περάσει επίσημα στη φάση της πανσελήνου. Σύμφωνα με τη NASA, η «υπερπανσέληνος» αυτή θα είναι έως και 14% μεγαλύτερη και 30% πιο λαμπρή από ό,τι οι πανσέληνοι στο απόγειο, όταν η Σελήνη βρίσκεται στη μέγιστη απόστασή της. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (μεταφορικά) το αποκορύφωμα, το ανώτερο σημείο
- ↪ στο απόγειο της καριέρας του
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) παλαμάρι
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόγειο
Επεξεργασία
- ↑ απόγειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.