Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απογείωση οι απογειώσεις
      γενική της απογείωσης* των απογειώσεων
    αιτιατική την απογείωση τις απογειώσεις
     κλητική απογείωση απογειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απογειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογείωση < (καθαρεύουσα) ἀπογείωσις < απογειώνομαι + -σις > -ση < απο- + γειώνομαι + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απογείωση θηλυκό

  1. (αεροπορικός όρος) η ανύψωση αεροπλάνου, ελικοπτέρου, στον αέρα
    η απογείωση έγινε στην ώρα της
  2. (μεταφορικά) η ξαφνική και μεγάλη αύξηση
    παρατηρήθηκε απογείωση και κατάρρευση των πωλήσεων

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία