Abflug
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Abflug | die | Abflüge |
γενική | des | Abfluges Abflugs |
der | Abflüge |
δοτική | dem | Abflug Abfluge |
den | Abflügen |
αιτιατική | den | Abflug | die | Abflüge |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbflug (de) αρσενικό