πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναχώρηση οι αναχωρήσεις
      γενική της αναχώρησης* των αναχωρήσεων
    αιτιατική την αναχώρηση τις αναχωρήσεις
     κλητική αναχώρηση αναχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναχώρηση θηλυκό

  1. το ξεκίνημα ενός ταξιδιού (λέγεται για τους ταξιδιώτες ή τα συγκοινωνιακά μέσα)
      αίθουσα αναχωρήσεων
  2. (συνεκδοχικά) το να εγκαταλείπει κάποιος την κοσμική ζωή και να μονάζει

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία