Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναχώρησις < ἀναχωρῶ < ἀνά + χωρῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀναχώρησις θηλυκό

  1. υποχώρηση
  2. καταφύγιο
    τήν τε Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι (Θουκυδ. Ιστ. 1.90.3)
    Η Πελοπόννησος, υπεστήριζαν, επήρκει δι' όλους και ως καταφύγιον και ως ορμητήριον (Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου)
  3. επιστροφή
    ἥ τε γὰρ ἀναχώρησις τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου χρονία γενομένη πολλὰ ἐνεόχμωσε (Θουκυδ. Ιστ. 1.12.2)
    η μεγάλη βραδύτης της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροίαν είχε προκαλέσει πολλάς πολιτικάς μεταβολάς (Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου)