Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκίνημα τα ξεκινήματα
      γενική του ξεκινήματος των ξεκινημάτων
    αιτιατική το ξεκίνημα τα ξεκινήματα
     κλητική ξεκίνημα ξεκινήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξεκίνημα < ξεκινώ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ξεκίνημα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκινώ
    λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας, άρχισαν οι φασαρίες

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία