Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκίνημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεκίνημα
τα
ξεκινήμα
τ
α
γενική
του
ξεκινήμα
τ
ος
των
ξεκινημά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεκίνημα
τα
ξεκινήμα
τ
α
κλητική
ξεκίνημα
ξεκινήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκίνημα
<
ξεκινώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεκίνημα
ουδέτερο
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
ξεκινώ
λίγο μετά το
ξεκίνημα
της πορείας, άρχισαν οι φασαρίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκίνημα
γαλλικά
:
démarrage
(fr)
,
commencement
(fr)
γερμανικά
:
Aufbruch
(de)
,
Start
(de)