Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναχωρητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αναχωρητ
ής
οι
αναχωρητ
ές
γενική
του
αναχωρητ
ή
των
αναχωρητ
ών
αιτιατική
τον
αναχωρητ
ή
τους
αναχωρητ
ές
κλητική
αναχωρητ
ή
αναχωρητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναχωρητής
<
αναχωρώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναχωρητής
αρσενικό
αυτός που εγκαταλείπει τα εγκόσμια, ο
ερημίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναχωρητής
γαλλικά
:
anachorète
(fr)
γερμανικά
:
Anachoret
(de)