Δείτε επίσης: ἐρημίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερημίτης οι ερημίτες
      γενική του ερημίτη των ερημιτών
    αιτιατική τον ερημίτη τους ερημίτες
     κλητική ερημίτη ερημίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερημίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρημίτης (που ζούσε στην έρημο)[1] < αρχαία ελληνική ἐρῆμος / ἔρημος
για τον μοναχικό άνθρωπο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ermite < υστερολατινική eremita < ελληνιστική κοινή ἐρημίτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾiˈmi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρη‐μί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερημίτης αρσενικό (θηλυκό ερημίτισσα)

  1. (θρησκεία) αναχωρητής μοναχός
  2. (μεταφορικά) που μένει μόνος του και αποφεύγει τους άλλους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία