ἐρῆμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρῆμος | τὸ | ἐρῆμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐρήμου | τοῦ | ἐρήμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐρήμῳ | τῷ | ἐρήμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρῆμον | τὸ | ἐρῆμον | ||
κλητική ὦ! | ἐρῆμε | ἐρῆμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρῆμοι | τὰ | ἐρῆμᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐρήμων | τῶν | ἐρήμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐρήμοις | τοῖς | ἐρήμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐρήμους | τὰ | ἐρῆμᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐρῆμοι | ἐρῆμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρήμω | τὼ | ἐρήμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρήμοιν | τοῖν | ἐρήμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐρῆμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐρῆμος, -ος, -ον και θηλυκό, ἐρήμη
- (για περιοχή) έρημος, απομονωμένος
- (για ανθρώπους, ζώα) εγκαταλελειμμένος, μοναχός, αβοήθητος
- (για ανθρώπους) ελεύθερος, απαλλαγμένος από
- (για καταστάσεις) στερημένος, κενός από
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἐρήμη δίκη: δίκη κατά την οποία δεν παρουσιάζεται ο εναγόμενος και η απόφαση αποβαίνει εναντίον του, καταδικάζεται ερήμην
- ἐρήμην εἷλον: κερδίζω τη δίκη, επειδή ο αντίδικος δεν είναι παρών
- ἐρήμας ἀμπέλους τρυγῶ: τρυγώ τα άφραγα αμπέλια και μεταφορικά επωφελούμαι από την απουσία κάποιου ή συμπεριφέρομαι με θρασύτητα εκεί που δεν υπάρχει φόβος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [καθαρεύουσα, γραφή:πολυτονική]. , §112.3.
Πηγές
επεξεργασία- ἐρῆμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρῆμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.