Δείτε επίσης: ἔρημος, έρημος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρῆμος τὸ ἐρῆμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρήμου τοῦ ἐρήμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρήμ τῷ ἐρήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρῆμον τὸ ἐρῆμον
     κλητική ! ἐρῆμε ἐρῆμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρῆμοι τὰ ἐρῆμ
      γενική τῶν ἐρήμων τῶν ἐρήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρήμοις τοῖς ἐρήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρήμους τὰ ἐρῆμ
     κλητική ! ἐρῆμοι ἐρῆμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρήμω τὼ ἐρήμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρήμοιν τοῖν ἐρήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρῆμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐρῆμος, -ος, -ον και θηλυκό, ἐρήμη

  1. (για περιοχή) έρημος, απομονωμένος
  2. (για ανθρώπους, ζώα) εγκαταλελειμμένος, μοναχός, αβοήθητος
  3. (για ανθρώπους) ελεύθερος, απαλλαγμένος από
  4. (για καταστάσεις) στερημένος, κενός από

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἔρημος (Κατά τον Τζάρτζανο,[1] με τύπους: «ὁ ἔρημος, ἡ ἐρήμη ἢ ἔρημος, τὸ ἔρημον»)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Τζάρτζανος, Αχιλλεύς, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. ΟΕΔΒ 1975, 23η έκδοση @library.iep.edu.gr (ΙΕΠ). 1η έκδοση:1931, ΟΕΣΒ. [καθαρεύουσα, γραφή:πολυτονική]. , §112.3.