επωφελούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επωφελούμαι < ελληνιστική κοινή ἐπωφελοῦμαι < αρχαία ελληνική ἐπωφελέω / ἐπωφελῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική profiter)
Ρήμα
επεξεργασίαεπωφελούμαι (αποθετικό ρήμα)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επωφελούμαι | επωφελούμουν | θα επωφελούμαι | να επωφελούμαι | ||
β' ενικ. | επωφελείσαι | επωφελούσουν | θα επωφελείσαι | να επωφελείσαι | ||
γ' ενικ. | επωφελείται | επωφελούνταν | θα επωφελείται | να επωφελείται | ||
α' πληθ. | επωφελούμαστε | επωφελούμασταν επωφελούμαστε |
θα επωφελούμαστε | να επωφελούμαστε | ||
β' πληθ. | επωφελείστε | επωφελούσασταν επωφελούσαστε |
θα επωφελείστε | να επωφελείστε | επωφελείστε | |
γ' πληθ. | επωφελούνται | επωφελούνταν | θα επωφελούνται | να επωφελούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επωφελήθηκα | θα επωφεληθώ | να επωφεληθώ | επωφεληθεί | ||
β' ενικ. | επωφελήθηκες | θα επωφεληθείς | να επωφεληθείς | επωφελήσου | ||
γ' ενικ. | επωφελήθηκε | θα επωφεληθεί | να επωφεληθεί | |||
α' πληθ. | επωφεληθήκαμε | θα επωφεληθούμε | να επωφεληθούμε | |||
β' πληθ. | επωφεληθήκατε | θα επωφεληθείτε | να επωφεληθείτε | επωφεληθείτε | ||
γ' πληθ. | επωφελήθηκαν επωφεληθήκαν(ε) |
θα επωφεληθούν(ε) | να επωφεληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επωφεληθεί | είχα επωφεληθεί | θα έχω επωφεληθεί | να έχω επωφεληθεί | επωφελημένος | |
β' ενικ. | έχεις επωφεληθεί | είχες επωφεληθεί | θα έχεις επωφεληθεί | να έχεις επωφεληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επωφεληθεί | είχε επωφεληθεί | θα έχει επωφεληθεί | να έχει επωφεληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επωφεληθεί | είχαμε επωφεληθεί | θα έχουμε επωφεληθεί | να έχουμε επωφεληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επωφεληθεί | είχατε επωφεληθεί | θα έχετε επωφεληθεί | να έχετε επωφεληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επωφεληθεί | είχαν επωφεληθεί | θα έχουν επωφεληθεί | να έχουν επωφεληθεί |