Ετυμολογία

επεξεργασία
επωφελούμαι < ελληνιστική κοινή ἐπωφελοῦμαι < αρχαία ελληνική ἐπωφελέω / ἐπωφελῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική profiter)

επωφελούμαι (αποθετικό ρήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία