Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρασύτητα οι θρασύτητες
      γενική της θρασύτητας των θρασυτήτων
    αιτιατική τη θρασύτητα τις θρασύτητες
     κλητική θρασύτητα θρασύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρασύτητα < αρχαία ελληνική θρασύτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θρασύτητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του να έχει κανείς θράσος, του να τολμά να πει ή να κάνει πράγματα που δεν θα έπρεπε διότι προσβάλλουν, αδικούν, κλπ.
    Κατηγορεί τους άλλους για τεμπελιά ενώ ο ίδιος δεν έχει δουλέψει ούτε μία μέρα στη ζωή του; Αυτό θα πει θρασύτητα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία