Ετυμολογία

επεξεργασία
τολμάω < τολμ(ώ) + -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τολμῶ, συνηρημένος τύπος του τολμάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tolˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τολ‐μά‐ω

τολμάω/τολμώ, αόρ.: τόλμησα, παθ.φωνή: τολμιέμαι/τολμώμαι, π.αόρ.: τολμήθηκα, μτχ.π.π.: τολμημένος

  1. ενεργώ χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμούς, κάνω κάτι με τόλμη
    ⮡  Κανείς δεν τολμάει να του πει την αλήθεια.
  2. κάνω ή λέω κάτι με θράσος, ξεπερνάω τα όρια
    ⮡  Πώς τολμάς και μιλάς έτσι στους γονείς σου;

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τόλμη

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα