Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τολμημένος η τολμημένη το τολμημένο
      γενική του τολμημένου της τολμημένης του τολμημένου
    αιτιατική τον τολμημένο την τολμημένη το τολμημένο
     κλητική τολμημένε τολμημένη τολμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τολμημένοι οι τολμημένες τα τολμημένα
      γενική των τολμημένων των τολμημένων των τολμημένων
    αιτιατική τους τολμημένους τις τολμημένες τα τολμημένα
     κλητική τολμημένοι τολμημένες τολμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τολμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τολμώ

  Μετοχή επεξεργασία

τολμημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία