Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τολμημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τολμημέν
ος
η
τολμημέν
η
το
τολμημέν
ο
γενική
του
τολμημέν
ου
της
τολμημέν
ης
του
τολμημέν
ου
αιτιατική
τον
τολμημέν
ο
την
τολμημέν
η
το
τολμημέν
ο
κλητική
τολμημέν
ε
τολμημέν
η
τολμημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τολμημέν
οι
οι
τολμημέν
ες
τα
τολμημέν
α
γενική
των
τολμημέν
ων
των
τολμημέν
ων
των
τολμημέν
ων
αιτιατική
τους
τολμημέν
ους
τις
τολμημέν
ες
τα
τολμημέν
α
κλητική
τολμημέν
οι
τολμημέν
ες
τολμημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τολμημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τολμώ
Μετοχή
επεξεργασία
τολμημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
τολμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τολμημένος