ξεπερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπερνάω < ξεπερν(ώ) + -άω < ξε- + περνώ [1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπερνῶ με βάση τον αόριστο ἐξεπέρασα για την αρχαία ελληνική ἐκπεράω / ἐκπερῶ (περνώ διαμέσου) [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.peɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐περ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαξεπερνάω/ξεπερνώ, αόρ.: ξεπέρασα, παθ.φωνή: ξεπερνιέμαι, π.αόρ.: ξεπεράστηκα, μτχ.π.π.: ξεπερασμένος
- πηγαίνω πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, υπερβαίνω κάποιο όριο
- ⮡ Η φετεινή νεροποντή ξεπέρασε κάθε προηγούμενη.
- αποδεικνύομαι καλύτερος από κάποιον άλλον
- ⮡ τον ξεπερνάει στο τρέξιμο τον Βαγγέλη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη περνάω / περνώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπερνάω - ξεπερνώ | ξεπερνούσα | θα ξεπερνάω - ξεπερνώ | να ξεπερνάω - ξεπερνώ | ξεπερνώντας | |
β' ενικ. | ξεπερνάς | ξεπερνούσες | θα ξεπερνάς | να ξεπερνάς | ξεπέρνα - ξεπέρναγε | |
γ' ενικ. | ξεπερνάει - ξεπερνά | ξεπερνούσε | θα ξεπερνάει - ξεπερνά | να ξεπερνάει - ξεπερνά | ||
α' πληθ. | ξεπερνάμε - ξεπερνούμε | ξεπερνούσαμε | θα ξεπερνάμε - ξεπερνούμε | να ξεπερνάμε - ξεπερνούμε | ||
β' πληθ. | ξεπερνάτε | ξεπερνούσατε | θα ξεπερνάτε | να ξεπερνάτε | ξεπερνάτε | |
γ' πληθ. | ξεπερνάν(ε) - ξεπερνούν(ε) | ξεπερνούσαν(ε) | θα ξεπερνάν(ε) - ξεπερνούν(ε) | να ξεπερνάν(ε) - ξεπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπέρασα | θα ξεπεράσω | να ξεπεράσω | ξεπεράσει | ||
β' ενικ. | ξεπέρασες | θα ξεπεράσεις | να ξεπεράσεις | ξεπέρνα - ξεπέρασε | ||
γ' ενικ. | ξεπέρασε | θα ξεπεράσει | να ξεπεράσει | |||
α' πληθ. | ξεπεράσαμε | θα ξεπεράσουμε | να ξεπεράσουμε | |||
β' πληθ. | ξεπεράσατε | θα ξεπεράσετε | να ξεπεράσετε | ξεπεράστε | ||
γ' πληθ. | ξεπέρασαν ξεπεράσαν(ε) |
θα ξεπεράσουν(ε) | να ξεπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπεράσει | είχα ξεπεράσει | θα έχω ξεπεράσει | να έχω ξεπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπεράσει | είχες ξεπεράσει | θα έχεις ξεπεράσει | να έχεις ξεπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπεράσει | είχε ξεπεράσει | θα έχει ξεπεράσει | να έχει ξεπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπεράσει | είχαμε ξεπεράσει | θα έχουμε ξεπεράσει | να έχουμε ξεπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπεράσει | είχατε ξεπεράσει | θα έχετε ξεπεράσει | να έχετε ξεπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπεράσει | είχαν ξεπεράσει | θα έχουν ξεπεράσει | να έχουν ξεπεράσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπερνιέμαι | ξεπερνιόμουν(α) | θα ξεπερνιέμαι | να ξεπερνιέμαι | ||
β' ενικ. | ξεπερνιέσαι | ξεπερνιόσουν(α) | θα ξεπερνιέσαι | να ξεπερνιέσαι | ||
γ' ενικ. | ξεπερνιέται | ξεπερνιόταν(ε) | θα ξεπερνιέται | να ξεπερνιέται | ||
α' πληθ. | ξεπερνιόμαστε | ξεπερνιόμαστε ξεπερνιόμασταν |
θα ξεπερνιόμαστε | να ξεπερνιόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεπερνιέστε | ξεπερνιόσαστε ξεπερνιόσασταν |
θα ξεπερνιέστε | να ξεπερνιέστε | ξεπερνιέστε | |
γ' πληθ. | ξεπερνιούνται | ξεπερνιόνταν(ε) ξεπερνιούνταν ξεπερνιόντουσαν |
θα ξεπερνιούνται | να ξεπερνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπεράστηκα | θα ξεπεραστώ | να ξεπεραστώ | ξεπεραστεί | ||
β' ενικ. | ξεπεράστηκες | θα ξεπεραστείς | να ξεπεραστείς | ξεπεράσου | ||
γ' ενικ. | ξεπεράστηκε | θα ξεπεραστεί | να ξεπεραστεί | |||
α' πληθ. | ξεπεραστήκαμε | θα ξεπεραστούμε | να ξεπεραστούμε | |||
β' πληθ. | ξεπεραστήκατε | θα ξεπεραστείτε | να ξεπεραστείτε | ξεπεραστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεπεράστηκαν ξεπεραστήκαν(ε) |
θα ξεπεραστούν(ε) | να ξεπεραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεπεραστεί | είχα ξεπεραστεί | θα έχω ξεπεραστεί | να έχω ξεπεραστεί | ξεπερασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεπεραστεί | είχες ξεπεραστεί | θα έχεις ξεπεραστεί | να έχεις ξεπεραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπεραστεί | είχε ξεπεραστεί | θα έχει ξεπεραστεί | να έχει ξεπεραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπεραστεί | είχαμε ξεπεραστεί | θα έχουμε ξεπεραστεί | να έχουμε ξεπεραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπεραστεί | είχατε ξεπεραστεί | θα έχετε ξεπεραστεί | να έχετε ξεπεραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπεραστεί | είχαν ξεπεραστεί | θα έχουν ξεπεραστεί | να έχουν ξεπεραστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπερνάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεπερνώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ξεπερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.