Ετυμολογία

επεξεργασία

ξεπερνάω/ξεπερνώ, αόρ.: ξεπέρασα, παθ.φωνή: ξεπερνιέμαι, π.αόρ.: ξεπεράστηκα, μτχ.π.π.: ξεπερασμένος

  1. πηγαίνω πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, υπερβαίνω κάποιο όριο
      Η φετεινή νεροποντή ξεπέρασε κάθε προηγούμενη.
  2. αποδεικνύομαι καλύτερος από κάποιον άλλον
      τον ξεπερνάει στο τρέξιμο τον Βαγγέλη

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη περνάω / περνώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ξεπερνώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ξεπερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.