Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πέρα <

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

πέρα

  1. σε σημείο που βρίσκεται πιο μακριά από αυτόν που μιλάει
    πήγαινε κάπου πέρα αν θες να καπνίσεις για να μη μας ντουμανιάσεις
  2. σε χρονικό σημείο που βρίσκεται μετά από το χρόνο που αναφέρεται, μετά

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • κάνω πέρα:
  • πέρα-δώθε
  • πέρα από
  • πέρα για πέρα:
    • πάρα πολύ
    • από τη μία άκρη μέχρι την άλλη
  • τα βγάζω πέρα: τα καταφέρνω (ιδιαίτερα για οικονομικά)
  • (ποσότητα από κάτι) την ημέρα, το γιατρό τον κάνει(/κάνουν) πέρα: έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην αξία κάποιου αντικειμένου, κατάστασης ή ενέργειας, πολλές φορές και ειρωνικά
    ένα μήλο την ημέρα, το γιατρό τον κάνει πέρα
    δέκα κάμψεις την ημέρα, το γιατρό τον κάνουν πέρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πέρα < λείπει η ετυμολογία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

πέρα

  1. από δεδομένο σημείο και μετά

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

→ δείτε τη λέξη πέραν