απομακρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομακρύνω < μεσαιωνική ελληνική ἀπομακρύνω < ἀπό + (ελληνιστική κοινή) μακρύνω < αρχαία ελληνική μακρός
Ρήμα
επεξεργασίααπομακρύνω (παθητική φωνή: απομακρύνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απόμακρος
- απομακρύνομαι
- απομακρυνόμενος
- απομάκρυνση
- απομακρυσμένος
- → δείτε τις λέξεις από και μακρός
Αντώνυμα:
πλησιάζω φεύγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομακρύνω | απομάκρυνα | θα απομακρύνω | να απομακρύνω | απομακρύνοντας | |
β' ενικ. | απομακρύνεις | απομάκρυνες | θα απομακρύνεις | να απομακρύνεις | απομάκρυνε | |
γ' ενικ. | απομακρύνει | απομάκρυνε | θα απομακρύνει | να απομακρύνει | ||
α' πληθ. | απομακρύνουμε | απομακρύναμε | θα απομακρύνουμε | να απομακρύνουμε | ||
β' πληθ. | απομακρύνετε | απομακρύνατε | θα απομακρύνετε | να απομακρύνετε | απομακρύνετε | |
γ' πληθ. | απομακρύνουν(ε) | απομάκρυναν απομακρύναν(ε) |
θα απομακρύνουν(ε) | να απομακρύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομάκρυνα | θα απομακρύνω | να απομακρύνω | απομακρύνει | ||
β' ενικ. | απομάκρυνες | θα απομακρύνεις | να απομακρύνεις | απομάκρυνε | ||
γ' ενικ. | απομάκρυνε | θα απομακρύνει | να απομακρύνει | |||
α' πληθ. | απομακρύναμε | θα απομακρύνουμε | να απομακρύνουμε | |||
β' πληθ. | απομακρύνατε | θα απομακρύνετε | να απομακρύνετε | απομακρύνέτε | ||
γ' πληθ. | απομάκρυναν απομακρύναν(ε) |
θα απομακρύνουν(ε) | να απομακρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομακρύνει | είχα απομακρύνει | θα έχω απομακρύνει | να έχω απομακρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις απομακρύνει | είχες απομακρύνει | θα έχεις απομακρύνει | να έχεις απομακρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει απομακρύνει | είχε απομακρύνει | θα έχει απομακρύνει | να έχει απομακρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομακρύνει | είχαμε απομακρύνει | θα έχουμε απομακρύνει | να έχουμε απομακρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε απομακρύνει | είχατε απομακρύνει | θα έχετε απομακρύνει | να έχετε απομακρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απομακρύνει | είχαν απομακρύνει | θα έχουν απομακρύνει | να έχουν απομακρύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομακρύνομαι | απομακρυνόμουν(α) | θα απομακρύνομαι | να απομακρύνομαι | απομακρυνόμενος | |
β' ενικ. | απομακρύνεσαι | απομακρυνόσουν(α) | θα απομακρύνεσαι | να απομακρύνεσαι | (απομακρύνου) | |
γ' ενικ. | απομακρύνεται | απομακρυνόταν(ε) | θα απομακρύνεται | να απομακρύνεται | ||
α' πληθ. | απομακρυνόμαστε | απομακρυνόμαστε απομακρυνόμασταν |
θα απομακρυνόμαστε | να απομακρυνόμαστε | ||
β' πληθ. | απομακρύνεστε | απομακρυνόσαστε απομακρυνόσασταν |
θα απομακρύνεστε | να απομακρύνεστε | (απομακρύνεστε) | |
γ' πληθ. | απομακρύνονται | απομακρύνονταν απομακρυνόντουσαν |
θα απομακρύνονται | να απομακρύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομακρύνθηκα | θα απομακρυνθώ | να απομακρυνθώ | απομακρυνθεί | ||
β' ενικ. | απομακρύνθηκες | θα απομακρυνθείς | να απομακρυνθείς | απομακρύνσου | ||
γ' ενικ. | απομακρύνθηκε | θα απομακρυνθεί | να απομακρυνθεί | |||
α' πληθ. | απομακρυνθήκαμε | θα απομακρυνθούμε | να απομακρυνθούμε | |||
β' πληθ. | απομακρυνθήκατε | θα απομακρυνθείτε | να απομακρυνθείτε | απομακρυνθείτε | ||
γ' πληθ. | απομακρύνθηκαν απομακρυνθήκαν(ε) |
θα απομακρυνθούν(ε) | να απομακρυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απομακρυνθεί | είχα απομακρυνθεί | θα έχω απομακρυνθεί | να έχω απομακρυνθεί | απομακρυσμένος | |
β' ενικ. | έχεις απομακρυνθεί | είχες απομακρυνθεί | θα έχεις απομακρυνθεί | να έχεις απομακρυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απομακρυνθεί | είχε απομακρυνθεί | θα έχει απομακρυνθεί | να έχει απομακρυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απομακρυνθεί | είχαμε απομακρυνθεί | θα έχουμε απομακρυνθεί | να έχουμε απομακρυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απομακρυνθεί | είχατε απομακρυνθεί | θα έχετε απομακρυνθεί | να έχετε απομακρυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απομακρυνθεί | είχαν απομακρυνθεί | θα έχουν απομακρυνθεί | να έχουν απομακρυνθεί |