Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απόμακρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απόμακρ
ος
η
απόμακρ
η
το
απόμακρ
ο
γενική
του
απόμακρ
ου
της
απόμακρ
ης
του
απόμακρ
ου
αιτιατική
τον
απόμακρ
ο
την
απόμακρ
η
το
απόμακρ
ο
κλητική
απόμακρ
ε
απόμακρ
η
απόμακρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απόμακρ
οι
οι
απόμακρ
ες
τα
απόμακρ
α
γενική
των
απόμακρ
ων
των
απόμακρ
ων
των
απόμακρ
ων
αιτιατική
τους
απόμακρ
ους
τις
απόμακρ
ες
τα
απόμακρ
α
κλητική
απόμακρ
οι
απόμακρ
ες
απόμακρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απόμακρος
<
μεσαιωνική ελληνική
ἀπόμακρα
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
απόμακρος -η -ο
που είναι, βρίσκεται ή (
προ
)
έρχεται
(από)
μακριά
Συγγενικά
επεξεργασία
απομακρύνομαι
απομάκρυνση
απομακρύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απόμακρος
αγγλικά
:
distant
(en)
γαλλικά
:
éloigné
(fr)
,
distant
(fr)
,
lointain
(fr)