παραθετικά
θετικός distant
συγκριτικός more distant
υπερθετικός most distant

  Επίθετο

επεξεργασία

distant (en)

  1. μακρινός, απόμακρος, απομακρυσμένος, που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
    ⮡  Canons were sounding like distant thunder.
    Ακούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.
    ⮡  He resides in a distant district.
    Κατοικεί σε μια απόμακρη συνοικία.
    ⮡  distant past/future - μακρινό παρελθόν/μέλλον
    ⮡  distant areas - απομακρυσμένες περιοχές
     συνώνυμα:  far, far-flung, far-off, faraway, outlying και remote
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μακρινός, για ένα άτομο που έχει σχέση με κάποιον αλλά όχι στενά
    ⮡  We are distant relatives.
    Είμαστε μακρινοί συγγενείς.
  3. απομακρυσμένος, αποξενωμένος, που δεν είναι φιλικός· που δεν θέλει στενές σχέσεις με κάποιον
    ⮡  He is distant from his siblings.
    Είναι απομακρυσμένος από τ' αδέρφια του.
    ⮡  I myself always felt distant from my parents.
    Κι ο ίδιος ένιωθα πάντα αποξενωμένος από τους γονείς μου.
  4. απόμακρος, που δεν προσέχει κάτι αλλά σκέφτεται κάτι τελείως διαφορετικό
    ⮡  There was a distant look in her eyes; her mind was obviously on something else.
    Είχε ένα απόμακρο βλέμμα στα μάτια της· το μυαλό της ήταν προφανώς αλλού.



  Επίθετο

επεξεργασία

distant (fr)