distant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | distant |
συγκριτικός | more distant |
υπερθετικός | most distant |
Επίθετο
επεξεργασίαdistant (en)
- μακρινός, απόμακρος, απομακρυσμένος, που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
- ⮡ Canons were sounding like distant thunder.
- Ακούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.
- ⮡ He resides in a distant district.
- Κατοικεί σε μια απόμακρη συνοικία.
- ⮡ distant past/future - μακρινό παρελθόν/μέλλον
- ⮡ distant areas - απομακρυσμένες περιοχές
- ≈ συνώνυμα: far, far-flung, far-off, faraway, outlying και remote
- ⮡ Canons were sounding like distant thunder.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μακρινός, για ένα άτομο που έχει σχέση με κάποιον αλλά όχι στενά
- ⮡ We are distant relatives.
- Είμαστε μακρινοί συγγενείς.
- ⮡ We are distant relatives.
- απομακρυσμένος, αποξενωμένος, που δεν είναι φιλικός· που δεν θέλει στενές σχέσεις με κάποιον
- ⮡ He is distant from his siblings.
- Είναι απομακρυσμένος από τ' αδέρφια του.
- ⮡ I myself always felt distant from my parents.
- Κι ο ίδιος ένιωθα πάντα αποξενωμένος από τους γονείς μου.
- ⮡ He is distant from his siblings.
- απόμακρος, που δεν προσέχει κάτι αλλά σκέφτεται κάτι τελείως διαφορετικό
- ⮡ There was a distant look in her eyes; her mind was obviously on something else.
- Είχε ένα απόμακρο βλέμμα στα μάτια της· το μυαλό της ήταν προφανώς αλλού.
- ⮡ There was a distant look in her eyes; her mind was obviously on something else.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdistant (fr)