Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξενωμένος η αποξενωμένη το αποξενωμένο
      γενική του αποξενωμένου της αποξενωμένης του αποξενωμένου
    αιτιατική τον αποξενωμένο την αποξενωμένη το αποξενωμένο
     κλητική αποξενωμένε αποξενωμένη αποξενωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξενωμένοι οι αποξενωμένες τα αποξενωμένα
      γενική των αποξενωμένων των αποξενωμένων των αποξενωμένων
    αιτιατική τους αποξενωμένους τις αποξενωμένες τα αποξενωμένα
     κλητική αποξενωμένοι αποξενωμένες αποξενωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποξενωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποξενώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποξενωμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία