παραθετικά
θετικός estranged
συγκριτικός more estranged
υπερθετικός most estranged

  Επίθετο

επεξεργασία

estranged (en) (επίσημο)

  1. σε διάσταση, κατάσταση κατά την οποία το αντρόγυνο ζει χώρια χωρίς όμως να έχει πάρει ακόμα διαζύγιο
    ⮡  Many couples who are estranged eventually reconcile.
    Πολλά ζευγάρια που βρίσκονται σε διάσταση τελικά συμφιλιώνονται.
    ⮡  He’s estranged from his wife.
    Ζει χώρια από τη γυναίκα του.
  2. αποξενωμένος, δεν είμαι πλέον φιλικός ή σε επαφή με κάποιον
    ⮡  I, myself, always felt estranged from my parents and, as a consequence of that, looked elsewhere for the love that they were unable to offer me.
    Κι ο ίδιος ένιωθα πάντα αποξενωμένος από τους γονείς μου και σαν συνέπεια αυτού αναζητούσα αλλού την αγάπη που εκείνοι αδυνατούσαν να μου προσφέρουν.