estranged (en) (επίσημο)
- σε διάσταση, κατάσταση κατά την οποία το αντρόγυνο ζει χώρια χωρίς όμως να έχει πάρει ακόμα διαζύγιο
- ⮡ Many couples who are estranged eventually reconcile.
- Πολλά ζευγάρια που βρίσκονται σε διάσταση τελικά συμφιλιώνονται.
- ⮡ He’s estranged from his wife.
- Ζει χώρια από τη γυναίκα του.
- αποξενωμένος, δεν είμαι πλέον φιλικός ή σε επαφή με κάποιον
- ⮡ I, myself, always felt estranged from my parents and, as a consequence of that, looked elsewhere for the love that they were unable to offer me.
- Κι ο ίδιος ένιωθα πάντα αποξενωμένος από τους γονείς μου και σαν συνέπεια αυτού αναζητούσα αλλού την αγάπη που εκείνοι αδυνατούσαν να μου προσφέρουν.