Δείτε επίσης: ἀποξενώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποξενώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποξενώνω[1] < (ελληνιστική κοινήἀποξενόω / ἀποξενῶ (διώχνω απ' την πατρίδα) < ἀπό + αρχαία ελληνική ξένος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aliéner[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.kseˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ξε‐νώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποξενώνω, αόρ.: αποξένωσα, παθ.φωνή: αποξενώνομαι, π.αόρ.: αποξενώθηκα, μτχ.π.π.: αποξενωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και ξένος

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. αποξενώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας