αποξενωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αποξενωτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- αποξενωτικά
- → δείτε τις λέξεις αποξενώνω και ξένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποξενωτικός
|