Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποξενωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποξενωτικ
ός
η
αποξενωτικ
ή
το
αποξενωτικ
ό
γενική
του
αποξενωτικ
ού
της
αποξενωτικ
ής
του
αποξενωτικ
ού
αιτιατική
τον
αποξενωτικ
ό
την
αποξενωτικ
ή
το
αποξενωτικ
ό
κλητική
αποξενωτικ
έ
αποξενωτικ
ή
αποξενωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποξενωτικ
οί
οι
αποξενωτικ
ές
τα
αποξενωτικ
ά
γενική
των
αποξενωτικ
ών
των
αποξενωτικ
ών
των
αποξενωτικ
ών
αιτιατική
τους
αποξενωτικ
ούς
τις
αποξενωτικ
ές
τα
αποξενωτικ
ά
κλητική
αποξενωτικ
οί
αποξενωτικ
ές
αποξενωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποξενωτικός
<
αποξενώνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποξενωτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
αποξένωση
, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
αποξενωτικά
→
δείτε
τις λέξεις
αποξενώνω
και
ξένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποξενωτικός