αποξένωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποξένωση | οι | αποξενώσεις |
γενική | της | αποξένωσης* | των | αποξενώσεων |
αιτιατική | την | αποξένωση | τις | αποξενώσεις |
κλητική | αποξένωση | αποξενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποξένωση < αποξενώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aliénation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποξένωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποξενώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποξένωση