αποξενώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποξενώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποξενώνω
- θα αποξενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποξενώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποξενώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποξένωση