Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποξενώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποξενώνω
  2. θα αποξενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποξενώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποξενώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποξένωση