πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοτρίωση οι αλλοτριώσεις
      γενική της αλλοτρίωσης* των αλλοτριώσεων
    αιτιατική την αλλοτρίωση τις αλλοτριώσεις
     κλητική αλλοτρίωση αλλοτριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλλοτριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλοτρίωση θηλυκό

  1. η αποξένωση, η απώλεια, η εκποίηση, η μεταβίβαση κυριότητας κάποιου πράγματος σε άλλον
  2. (κοινωνιολογία) η διαδικασία αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία