Δείτε επίσης: ἀπόξενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόξενος η απόξενη το απόξενο
      γενική του απόξενου της απόξενης του απόξενου
    αιτιατική τον απόξενο την απόξενη το απόξενο
     κλητική απόξενε απόξενη απόξενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόξενοι οι απόξενες τα απόξενα
      γενική των απόξενων των απόξενων των απόξενων
    αιτιατική τους απόξενους τις απόξενες τα απόξενα
     κλητική απόξενοι απόξενες απόξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόξενος < αρχαία ελληνική ἀπόξενος

  Επίθετο επεξεργασία

απόξενος, -η, -ο

  1. που είναι τελείως ξένος
  2. αφιλόξενος, άξενος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία