αφιλόξενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφιλόξενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφιλόξενος[1] < ἀ- στερητικό + φιλόξενος
Επίθετο
επεξεργασίααφιλόξενος
- που δεν είναι πρόθυμος να φιλοξενήσει κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφιλόξενος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αφιλόξενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας