Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοξενώ < ελληνιστική κοινή φιλοξενέω / φιλοξενῶ < αρχαία ελληνική φιλόξενος

  Ρήμα επεξεργασία

φιλοξενώ (παθητική φωνή: φιλοξενούμαι)

  1. υποδέχομαι κάποιον στο σπίτι μου ή στην περιοχή μου
    Το καλοκαίρι μάς φιλοξενεί η θεία μου.
  2. προσκαλώ κάποιον σε κάποιο θέαμα
    Αύριο η εκπομπή μας θα φιλοξενήσει τον υπουργό Παιδείας

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία