φιλοξενώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοξενώ < ελληνιστική κοινή φιλοξενέω / φιλοξενῶ < αρχαία ελληνική φιλόξενος
Ρήμα επεξεργασία
φιλοξενώ (παθητική φωνή: φιλοξενούμαι)
- υποδέχομαι κάποιον στο σπίτι μου ή στην περιοχή μου
- ↪Το καλοκαίρι μάς φιλοξενεί η θεία μου.
- προσκαλώ κάποιον σε κάποιο θέαμα
- ↪Αύριο η εκπομπή μας θα φιλοξενήσει τον υπουργό Παιδείας
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φιλόξενος