προσκαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.skaˈlo/
Ρήμα
επεξεργασίαπροσκαλώ (παθητική φωνή: προσκαλούμαι)
- καλώ κάποιον να μετέχει σε ιδιωτική ή δημόσια εκδήλωση ή διαδικασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσκαλώ | προσκαλούσα | θα προσκαλώ | να προσκαλώ | προσκαλώντας | |
β' ενικ. | προσκαλείς | προσκαλούσες | θα προσκαλείς | να προσκαλείς | (προσκάλει) | |
γ' ενικ. | προσκαλεί | προσκαλούσε | θα προσκαλεί | να προσκαλεί | ||
α' πληθ. | προσκαλούμε | προσκαλούσαμε | θα προσκαλούμε | να προσκαλούμε | ||
β' πληθ. | προσκαλείτε | προσκαλούσατε | θα προσκαλείτε | να προσκαλείτε | προσκαλείτε | |
γ' πληθ. | προσκαλούν(ε) | προσκαλούσαν(ε) | θα προσκαλούν(ε) | να προσκαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσκάλεσα | θα προσκαλέσω | να προσκαλέσω | προσκαλέσει | ||
β' ενικ. | προσκάλεσες | θα προσκαλέσεις | να προσκαλέσεις | προσκάλεσε | ||
γ' ενικ. | προσκάλεσε | θα προσκαλέσει | να προσκαλέσει | |||
α' πληθ. | προσκαλέσαμε | θα προσκαλέσουμε | να προσκαλέσουμε | |||
β' πληθ. | προσκαλέσατε | θα προσκαλέσετε | να προσκαλέσετε | προσκαλέστε | ||
γ' πληθ. | προσκάλεσαν προσκαλέσαν(ε) |
θα προσκαλέσουν(ε) | να προσκαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσκαλέσει | είχα προσκαλέσει | θα έχω προσκαλέσει | να έχω προσκαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσκαλέσει | είχες προσκαλέσει | θα έχεις προσκαλέσει | να έχεις προσκαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσκαλέσει | είχε προσκαλέσει | θα έχει προσκαλέσει | να έχει προσκαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσκαλέσει | είχαμε προσκαλέσει | θα έχουμε προσκαλέσει | να έχουμε προσκαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσκαλέσει | είχατε προσκαλέσει | θα έχετε προσκαλέσει | να έχετε προσκαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσκαλέσει | είχαν προσκαλέσει | θα έχουν προσκαλέσει | να έχουν προσκαλέσει |
|