Δείτε επίσης: invité
ενεστώτας invite
γ΄ ενικό ενεστώτα invites
αόριστος invited
παθητική μετοχή invited
ενεργητική μετοχή inviting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
invite < μέση γαλλική inviter < λατινική invito

invite (en)

  • προσκαλώ, καλώ, ζητώ από κάποιον να έρθει σε μια κοινωνική εκδήλωση
    ⮡  Even when they invited him, he still didn’t go.
    Και που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε.
    ⮡  She took it to heart that they didn’t invite her.
    Της κακοφάνηκε πολύ που δεν την κάλεσαν.