προσκλητήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκλητήριο < πρόσκληση + -τήριο (1.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική billet d' invitation· 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική appel)
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσκλητήριο ουδέτερο
- η επίσημη πρόσκληση (για γάμο, βαφτίσια κ.λπ.) τυπωμένη συνήθως σε χαρτί
- (στρατιωτικός όρος) η πρόσκληση σύνταξης και καταμέτρησης των στρατιωτών
- (μεταφορικά) η (άτυπη) πρόσκληση για συμμετοχή σε κοινή (εθνική, κοινωνική κ.λπ.) προσπάθεια
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- προσκλητήριο νεκρών: ειδική τελετή κατά την οποία εκφωνούνται τα ονόματα νεκρών ηρωικώς πεσόντων
Άλλες μορφές επεξεργασία
- προσκλητήρι (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυπωμένη, επίσημη πρόσκληση
|