invitation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
invitation | invitations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinvitation (en)
- η πρόσκληση, το κάλεσμα, η ενέργεια του προσκαλώ
- ⮡ an invitation to a wedding - κάλεσμα σε γάμο
- ⮡ admission by invitation only - είσοδος μόνο με προσκλήσεις
- η πρόσκληση, το κάλεσμα που απευθύνεται σε κάποιο για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια
- το προσκλητήριο, η πρόσκληση, το έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου
- ⮡ wedding invitations - προσκλητήρια γάμου
- ⮡ They printed the invitations and mailed them.
- Tύπωσαν τις προσκλήσεις και τις ταχυδρόμησαν.
- ≈ συνώνυμα: invitation card
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 748. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρόσκληση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinvitation (fr) θηλυκό