ενικός         πληθυντικός  
invitation invitations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

invitation (en)

  1. η πρόσκληση, το κάλεσμα, η ενέργεια του προσκαλώ
    ⮡  an invitation to a wedding - κάλεσμα σε γάμο
    ⮡  admission by invitation only - είσοδος μόνο με προσκλήσεις
  2. η πρόσκληση, το κάλεσμα που απευθύνεται σε κάποιο για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια
    ⮡  He directed an open invitation to young people to turn out to the polls yesterday.
    Ανοιχτό κάλεσμα στους νέους να προσέλθουν στις κάλπες απηύθυνε χθες.
     συνώνυμα: call
  3. το προσκλητήριο, η πρόσκληση, το έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου
    ⮡  wedding invitations - προσκλητήρια γάμου
    ⮡  They printed the invitations and mailed them.
    Tύπωσαν τις προσκλήσεις και τις ταχυδρόμησαν.
     συνώνυμα: invitation card
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 748. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πρόσκληση



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

invitation (fr) θηλυκό