Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɑːd/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kɑɹd/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
card cards

card (en)

  1. η ταυτότητα
  2. η κάρτα
    I am paying with a card.
    Πληρώνω με κάρτα.
  3. (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο, το χαρτί
    We are playing cards.
    Παίζουμε χαρτιά.
    He has trained in playing cards.
    Έχει εξασκηθεί στη χαρτοπαιξία.

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

πληροφορική:

  Πηγές επεξεργασία