card
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
card | cards |
card (en)
- η ταυτότητα
- η κάρτα
- ↪ I am paying with a card.
- Πληρώνω με κάρτα.
- ↪ I am paying with a card.
- (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο, το χαρτί
- ↪ We are playing cards.
- Παίζουμε χαρτιά.
- ↪ He has trained in playing cards.
- Έχει εξασκηθεί στη χαρτοπαιξία.
- ↪ We are playing cards.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική: