card
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
card | cards |
card (en)
- το δελτίο, ένα μικρό κομμάτι σκληρού χαρτιού ή πλαστικού με πληροφορίες πάνω του, ειδικά πληροφορίες για την ταυτότητα κάποιου
- ⮡ an identity card - δελτίο ταυτότητας
- η κάρτα
- ⮡ I am paying with a card.
- Πληρώνω με κάρτα.
- ⮡ I am paying with a card.
- (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο, το χαρτί, το φύλλο της τράπουλας
- ⮡ The children are playing building houses of cards.
- Τα παιδιά παίζουν χτίζοντας σπίτια με τραπουλόχαρτα.
- ⮡ We are playing cards.
- Παίζουμε χαρτιά.
- ⮡ Lay the cards face up on the table.
- Βάλε τα φύλλα με την όψη προς τα πάνω πάνω στο τραπέζι.
- ⮡ He has trained in playing cards.
- Έχει εξασκηθεί στη χαρτοπαιξία.
- ⮡ The children are playing building houses of cards.