Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
card cards

card (en)

  1. το δελτίο, ένα μικρό κομμάτι σκληρού χαρτιού ή πλαστικού με πληροφορίες πάνω του, ειδικά πληροφορίες για την ταυτότητα κάποιου
      an identity card - δελτίο ταυτότητας
  2. η κάρτα
      I am paying with a card.
    Πληρώνω με κάρτα.
  3. (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο, το χαρτί, το φύλλο της τράπουλας
      The children are playing building houses of cards.
    Τα παιδιά παίζουν χτίζοντας σπίτια με τραπουλόχαρτα.
      We are playing cards.
    Παίζουμε χαρτιά.
      Lay the cards face up on the table.
    Βάλε τα φύλλα με την όψη προς τα πάνω πάνω στο τραπέζι.
      He has trained in playing cards.
    Έχει εξασκηθεί στη χαρτοπαιξία.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία