κάρτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάρτα | οι | κάρτες |
γενική | της | κάρτας | των | καρτών |
αιτιατική | την | κάρτα | τις | κάρτες |
κλητική | κάρτα | κάρτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάρτα θηλυκό
- αντικείμενο από σκληρό συνήθως χαρτί ή πλαστικό, παραλληλόγραμμου σχήματος και μικρού μεγέθους· μπορεί να αναγράφει πληροφορίες χρήσιμες για τον κάτοχο ή να του δίνει ορισμένα δικαιώματα
- παίζαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι και μοιραστήκαμε τις κάρτες με τις ερωτήσεις
- κάρτα απεριορίστων διαδρομών
- κάρτα μέλους
- αντικείμενο από σκληρό συνήθως χαρτί, παραλληλόγραμμου σχήματος, που φέρει κάποια διακόσμηση και χώρο για να γραφεί ένα σύντομο μήνυμα· αποστέλλεται με το ταχυδρομείο χωρίς να είναι απαραίτητο να μπει μέσα σε φάκελο
- ο Ηλίας μας έστειλε μια κάρτα από το Μεξικό με μια φωτογραφία του Ζαπάτα
- ευχετήρια κάρτα
- χριστουγεννιάτικη κάρτα
- αντικείμενο από σκληρό πλαστικό, παραλληλόγραμμου σχήματος, που χρησιμοποιείται από τον φέροντα στις συναλλαγές του αντί μετρητών ή για την ανάληψη χρημάτων από ATM
- πιστωτική κάρτα, χρεωστική κάρτα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάρτα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίακάρτα
- πάρα πολύ, υπερβολικά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 194.3
- ποιέεται δὲ καὶ κάρτα μεγάλα ταῦτα τὰ πλοῖα καὶ ἐλάσσω·
- Τα κάνουν τα πλοία αυτά και πολύ μεγάλα και μικρότερα.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ποιέεται δὲ καὶ κάρτα μεγάλα ταῦτα τὰ πλοῖα καὶ ἐλάσσω·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 155.1
- Δαρεῖος δὲ κάρτα βαρέως ἤνεικε ἰδὼν ἄνδρα τὸν δοκιμώτατον λελωβημένον, ἔκ τε τοῦ θρόνου ἀναπηδήσας ἀνέβωσέ τε καὶ εἴρετό μιν ὅστις εἴη ὁ λωβησάμενος καὶ ὅ τι ποιήσαντα.
- Πολύ βαριά του ήρθε του Δαρείου σαν είδε παραμορφωμένον αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο: τινάχτηκε από τον θρόνο, έβαλε φωνή και τον ρώτησε ποιός τον είχε παραμορφώσει έτσι και τί του είχε κάνει αυτός.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Δαρεῖος δὲ κάρτα βαρέως ἤνεικε ἰδὼν ἄνδρα τὸν δοκιμώτατον λελωβημένον, ἔκ τε τοῦ θρόνου ἀναπηδήσας ἀνέβωσέ τε καὶ εἴρετό μιν ὅστις εἴη ὁ λωβησάμενος καὶ ὅ τι ποιήσαντα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 580
- κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή.
- το ᾽χει η γυναίκα φυσικό της να στενάζει.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- γιατί είναι υπερβολικά φιλεύσπλαχνη η γυναίκα.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- το ᾽χει η γυναίκα φυσικό της να στενάζει.
- κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1279
- ἦ κάρτα κἂν ἄλλοισι θυμοίμην ἰδών.
- Θα θύμωνα πολύ να ᾽βλεπα κι άλλον να το ζητούσε.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἦ κάρτα κἂν ἄλλοισι θυμοίμην ἰδών.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 194.3
- πέρα από κάθε μέτρο
- ασφαλώς, πραγματικά, αληθινά
Εκφράσεις
επεξεργασία- καὶ κάρτα: πέρα από κάθε αμφισβήτηση, αναμφίβολα
- (με ειρωνική σημασία) τὸ κάρτα: αλήθεια, εκδικητικά
Πηγές
επεξεργασία- κάρτα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάρτα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.