Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάρτα οι κάρτες
      γενική της κάρτας των καρτών
    αιτιατική την κάρτα τις κάρτες
     κλητική κάρτα κάρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρτα θηλυκό

  1. αντικείμενο από σκληρό συνήθως χαρτί ή πλαστικό, παραλληλόγραμμου σχήματος και μικρού μεγέθους· μπορεί να αναγράφει πληροφορίες χρήσιμες για τον κάτοχο ή να του δίνει ορισμένα δικαιώματα
    παίζαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι και μοιραστήκαμε τις κάρτες με τις ερωτήσεις
    κάρτα απεριορίστων διαδρομών
    κάρτα μέλους
  2. αντικείμενο από σκληρό συνήθως χαρτί, παραλληλόγραμμου σχήματος, που φέρει κάποια διακόσμηση και χώρο για να γραφεί ένα σύντομο μήνυμα· αποστέλλεται με το ταχυδρομείο χωρίς να είναι απαραίτητο να μπει μέσα σε φάκελο
    ο Ηλίας μας έστειλε μια κάρτα από το Μεξικό με μια φωτογραφία του Ζαπάτα
    ευχετήρια κάρτα
    χριστουγεννιάτικη κάρτα
  3. αντικείμενο από σκληρό πλαστικό, παραλληλόγραμμου σχήματος, που χρησιμοποιείται από τον φέροντα στις συναλλαγές του αντί μετρητών ή για την ανάληψη χρημάτων από ATM
    πιστωτική κάρτα, χρεωστική κάρτα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρτα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

κάρτα

  1. πάρα πολύ, υπερβολικά
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 194.3
    ποιέεται δὲ καὶ κάρτα μεγάλα ταῦτα τὰ πλοῖα καὶ ἐλάσσω·
    Τα κάνουν τα πλοία αυτά και πολύ μεγάλα και μικρότερα.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 155.1
    Δαρεῖος δὲ κάρτα βαρέως ἤνεικε ἰδὼν ἄνδρα τὸν δοκιμώτατον λελωβημένον, ἔκ τε τοῦ θρόνου ἀναπηδήσας ἀνέβωσέ τε καὶ εἴρετό μιν ὅστις εἴη ὁ λωβησάμενος καὶ ὅ τι ποιήσαντα.
    Πολύ βαριά του ήρθε του Δαρείου σαν είδε παραμορφωμένον αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο: τινάχτηκε από τον θρόνο, έβαλε φωνή και τον ρώτησε ποιός τον είχε παραμορφώσει έτσι και τί του είχε κάνει αυτός.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 580
    κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή.
    • το ᾽χει η γυναίκα φυσικό της να στενάζει.
      Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    • γιατί είναι υπερβολικά φιλεύσπλαχνη η γυναίκα.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1279
    κάρτα κἂν ἄλλοισι θυμοίμην ἰδών.
    Θα θύμωνα πολύ να ᾽βλεπα κι άλλον να το ζητούσε.
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. πέρα από κάθε μέτρο
  3. ασφαλώς, πραγματικά, αληθινά

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία